Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014


ΣΤΙΧΟΙ ΜΕ ΒΡΟΧΗ

Ι

Στον ήχο της βροχής
ξεφυλλίζω  τις μνήμες των άστρων
ανάμεσα στις ρωγμές του χρόνου
κι αποστηθίζω τη σιωπή τους.
Δακρυσμένες εικόνες
με χείλη σφραγισμένα
απ’ την παντάνασσα σιωπή
με ταξιδεύουν
στο σκυθρωπό βασίλειό τους.

 ΙΙ

Βροχή μου φθινοπωρινή,
σταλαματιά σταλαγματιά
την άδεια στέρνα μου γιομίζεις.

ΙΙΙ

Ήχος βροχής στο παραθύρι μου
το κλάμα σου
τις νύχτες του χειμώνα τις ατέλειωτες.

V

Αδέσποτο σκυλί που σεργιανάς
νωχελικά στους άδειους δρόμους
της νυσταγμένης πολιτείας
μεσάνυχτα μες στη βροχή
και στη γωνιά τον μπόγια να παραμονεύει.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΞΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

                 













                             

Μας ήλθε το Φθινόπωρο χλωμό
μαδήσανε του κήπου τα λουλούδια
τα φύλλα στήσανε χορό τρελό
και των πουλιών σώπασαν  τα τραγούδια

Τον ουρανό σκεπάζει συννεφιά
και βουρκωμένος τώρα μας κοιτάζει
το δάκρυ απ’ την υγρή του τη ματιά
στη διψασμένη γη βροχούλα στάζει

Η θάλασσα με γκρίζα φορεσιά
στα βράχια με παράπονο βουίζει
και στα κλαδιά των δέντρων τα γυμνά
τ’ αγέρι μελαγχολικά σφυρίζει

 Φθινόπωρο! μια θλίψη στην καρδιά
μα τα χρυσάνθεμα που τώρα ανθίζουν
σαν μας κοιτάνε χαμογελαστά
την άνοιξη και τη χαρά θυμίζουν.

(από την ποιητική μου συλλογή για παιδιά "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΞΕΚΙΝΑ", 1987)

                               II

Όχι! Δεν  πρόσεξα καθόλου το Φθινόπωρο
που πέρασε  από μπροστά μου
στηριγμένο στο γυμνό κλαρί του
ούτε  και το χλωμό φεγγάρι του
γιατί εκείνη ακριβώς την ώρα
μελετούσα την κίτρινη σοφία των χρυσάνθεμων
πάνω στις πλουμιστές  ποδιές των κοριτσιών
τις πασχαλιάτικες.

(ανέκδοτο)

                             III

 Μην σκουπίζεις
τα πεσμένα φύλλα το Φθινόπωρο
ούτε να τ’ αφήνεις
εκτεθειμένα στους ανέμους
γιατί ανάμεσά τους                  
μπορεί να βρίσκονται τα όνειρά σου.

 (ανέκδοτο)                        

                            IV
 
Παρέα με το φι του Φθινοπώρου
κι όλα το φι των φθόγγων
που δεν προφέραμε ποτέ
ψάχνω ανάμεσα στα κιτρινισμένα φι
των πεσμένων φύλλων
για να βρω τα φθαρμένα φι
των ανεπίδοτων φιλιών μας.

(ανέκδοτο)

                            V

Φθινόπωρα σ’ αρπάξανε και σε φυλάκισαν
και μαραζώνεις που δεν συναντιέσαι πια
με τις ερωτευμένες αλκυόνες στ’ ακρογιάλια.

(από την ποιητικη μου συλλογή "ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ", 2009)
                     
                            VI
 
Βροχή μου φθινοπωρινή
σταλαγματιά σταλαγματιά
την άδεια στέρνα μου γιομίζεις.

(από την ποιητικη μου συλλογή "ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ", 2009)

 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014


ΑΠΟΔΡΑΣΗ

επιστρέφοντας  στον κόσμο
συνάντησα πολλούς επίσημους
ντυμένους με προθέσεις αλλότριες
για τούτο η παγερή σιωπή
στα σπίτια μας με τις κλειστές πόρτες

και τα βουβά δωμάτια
η φωτιά και το θειάφι
στα περιβόλια μας με τα καμένα δέντρα τους
σαν χέρια σε ανάταση

θα μείνω εδώ
χωρίς επίσημη στολή
αλλά μ’ εκείνη του δραπέτη της σιωπής
και διακριτικά εκείνα του ανέμου
με τους ασκούς γεμάτους
φως και πίκρα
σαν άνεμος απρόοπτος κι απρόβλεπτος
να ξευτελίζω  και να γκρεμίζω
τα υποχθόνια καλοστημένα σχέδια τους
να φυσώ με τρέλα και ν’ ανοίγω
κλειστές πόρτες και παράθυρα
να συνομιλώ με τα βουβά δωμάτια
ν’ αναρριπίζω το θειάφι και τη στάχτη
απ’ τα καμένα περιβόλια μας
να δίνω φωνή στα καμένα δέντρα
να ψάλλουν την ανάσταση.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014




ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΩΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΗΣ 1975, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974

 ΘΑΝΑΤΟΣ

 Ο χάρος έφτασε τον Αλωνάρη μήνα
Και σκόρπισε σαδιστικά το θάνατο
Στο ραγισμένο σπίτι της χαράς μας.

Ο ήλιος κρύφτηκε στη στάχτη
Κι η μέρα έμεινε χωρίς ψωμί
Γιατί ο λίβας τρύγησε νωρίς τα μεστωμένα στάχυα.

Ο χρόνος τώρα σεριανίζει σε ναυάγια
Τη μαυροφόρα σκέψη μας

Η νύχτα ξαγρυπνά και κλαίει
Τους γκρεμισμένους μόχθους μας.


ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΕΚΕΙΝΟΥ

 
Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Κρεμάσανε τα εκμαγεία τους ανάποδα
Στα γκρεμισμένα σπίτια της πατρίδας
Αφήσανε τη στάχτη κατακάθι στην ψυχή
Σαλέψανε τα καπνισμένα μάρμαρα του ήλιου.
Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Σκορπίσανε τις χρυσαφιές κλωστές του αργαλειού
Στον Αλωνάρη άνεμο
Κουρσέψανε σαδιστικά τα πλούσια κελάρια
Σκοτώσανε αναίσχυντα τα καρπερά μελίσσια.
Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών
Στα πρωινά μελτέμια
Κουβάλησαν το θάνατο σε γραφικές ακρογιαλιές
Και φίλεψαν το χάροντα με πλούσιο τραπέζι.
 

ΤΑΦΗ

Η μάχη τέλειωσε το σούρουπο.
Η νύχτα τύλιξε σιγά-σιγά τα σκόρπια μέλη των νεκρών

Με το τσουρουφλισμένο κρέπι της
Το κόκκινο φεγγάρι δακρυσμένο και λυσικομο
Τους έδωσε γονατιστό τον τελευταίο ασπασμό
Και μια μπουλντόζα έπειτα βιαστικά
Τους έθαψε σε μνήματα ομαδικά, χωρίς τα σχετικά,
Με συνοδεία τη θρηνητική φωνή του γκιόνη...

Οι μάνες όμως καρτερούν γονατιστές
Στα σκαλοπάτια της ελπίδας
Και μένουν οι νεκροί χωρίς μνημόσυνα
Χωρίς νερό και λάδι...
 
ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ

 
Αραχνιασμένα τα κενά χιτώνια
Στα καπνισμένα μάρμαρα
Της Σαλαμίνας και των Σόλων ξεχασμένα
Κοκκίνησαν τ' αγουροξυπνημένα μάτια μας
Και μοιρολόγια αντηχούνε τώρα στο σκοτάδι
Σαν χορικά αρχαίας τραγωδίας
Βγαλμένα από κάποια στόματα αόρατα...
 
 
 

 

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014


 
ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

απομεινάρια πέτρινου φράκτη
στο κέντρο το ερημοκλήσι
όψη ατάραχη
 ατενίζει τα χρόνια

μέσα το φως λιγοστό
κεριά σβησμένα
σήμαντρο βουβό
κάτι ξεθωριασμένες τοιχογραφίες
με πρόσωπα τόσο οικεία
που θα μπορούσε να ήμουν εγώ
εσύ, ο καθένας μας
συνυπάρχουν στην αποξένωση

διαχρονικός του επισκέπτης ο άνεμος
που μπαινοβγαίνει
απ’ τις ραγισματιές της πόρτας
να καθαρίσει τη σκόνη
απ’ τις άγιες μορφές

σκύβω ευλαβικά και τότε σκόνη
σκόνη, πολλή σκόνη
στροβιλίζεται από πάνω μου

πολύ θα το 'θελα να ήμουν άνεμος
γιατί ο άνεμος
ταιριάζει πολύ στα ερημοκλήσια.