Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

 
 
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΜΟΥ:
 
 
ΕΜΠΕΙΡΙΑ
 
Ήταν πρωί, πολύ πρωί,ποτέ δε θα ξεχάσω...
Τα περιστέρια ξαφνιασμένα βούλιαζαν στο μακρινό ορίζοντα
Γιατί κρεμάσαμε στον ώμο το ντουφέκι
Και μπήκαμε σε στρατιωτικά οχήματα
Να κουβαλήσουμε το θάνατο σ' ανθόσπαρτες βραγιές.
Μια φάλαγγα κορμιά ανθρώπινα για το σφαγείο...
Ο Διγενής Ακρίτας πέρασε από κοντά μας αστραπή
Κι ο θάνατος ακόνιζε πιο κάτω τη ρομφαία.
Ο φόβος πάγωσε το θάρρος στις καρδιές μας
Η θλίψη πέτρωσε τα πρόσωπα μας
Κι η σκέψη των αγαπημένων
Μαχαίρι δίκοπο καρφώθη στην ψυχή μας.

Σ' ελάχιστο διάστημα βρεθήκαμε μπροστά στο θάνατο.
Ανθρώπινα κορμιά κομματιασμένα, παραμορφωμένα
Ζωγράφισαν στα μάτια μας τη φρίκη.

Ήταν πρωί, πολύ πρωί,ποτέ δε θα ξεχάσω...

( Από την ποιητική συλλογή «Ώρες Πολέμου», 1975)


ΤΑΦΗ

Η μάχη τέλειωσε το σούρουπο.
Η νύχτα τύλιξε σιγά-σιγά τα σκόρπια μέλη των νεκρών
Με το τσουρουφλισμένο κρέπι της
Το κόκκινο φεγγάρι δακρυσμένο και λυσικομο
Τους έδωσε γονατιστό τον τελευταίο ασπασμό
Και μια μπουλντόζα έπειτα βιαστικά
Τους έθαψε σε μνήματα ομαδικά, χωρίς τα σχετικά,
Με συνοδεία τη θρηνητική φωνή του γκιόνη...

Οι μάνες όμως καρτερούν γονατιστές
Στα σκαλοπάτια της ελπίδας
Και μένουν οι νεκροί χωρίς μνημόσυνα
Χωρίς νερό και λάδι...

( Από την ποιητική συλλογή «Ώρες Πολέμου», 1975)


 
ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Το πλάνο καλοκαίρι μάς παράσυρε
εκεί που δέρνουν την ψυχή σκληρά τα ξεροβόρια
Το πλάνο καλοκαίρι μας οδήγησε
εκεί που σφίγγουν το κορμί θανατηφόρα φίδια.
Μαγευτικό τραγούδι και γλυκό χαμόγελο
ποτέ δεν το σκεφτήκαμε
πως κρύβεις μες στη σκέψη σου
τόσο μεγάλη απανθρωπιά
ποτέ δε φανταστήκαμε
πως φαρμακώνεις τα πουλιά.

Αγγελική ματιά στο μέτωπο της πίκρας μας
ρυάκι στην ποδιά της χέρσας ευτυχίας μας
αναλαμπή στα παγερά σκοτάδια μας,
εσύ που σκέπαζες τη γύμνια της ελπίδας μας,
πώς καταδέχτηκες να καταστρέψεις
τα καταπράσινα λιβάδια των ονείρων μας;
Πώς μπόρεσες να κομματιάσεις
τη στάμνα του κουράγιου μας;
 
(Από την ποιητική συλλογή «Μηνύματα», 1981)


 
ΖΗΤΟΥΜΕ ΒΟΗΘΕΙΑ

Επιβάτες σ' ένα σάπιο καράβι
Κάτοικοι σ' ένα σπίτι με ραγισμένους τοίχους
Τραυματισμένοι, ετοιμοθάνατοι
στο κρεβάτι του πόνου.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμες
αρνούνται να μας γιατρέψουν.
Αργοπεθαίνουμε ανάμεσα στα χάχανα
τις κοροϊδίες και την περιφρόνηση τους.
Ζητούμε βοήθεια...

(Από την ποιητική συλλογή «Μηνύματα», 1981)


ΓΕΓΟΝΟΣ

0 γερο-Νικολής, που χρόνια,
σ' ασβεστοκάμινα και σε νταμάρια
αντάλλαζε τις μέρες της ζωής του
με πέτρες και χαλίκια
κατάφερε να στήσει το νοικοκυριό του
στη ράχη του βουνού - του Πενταδάκτυλου.

Τραβούσε μονορούφι τη ρακή του
και με το μέτωπο
- που πάνω του χαράχτηκαν
οι πέντε κόγχες του βουνού,
του Πενταδάκτυλου -
σημάδευε τον ουρανό
πολύ συγκινημένος.

Μ' αυτό δεν κράτησε πολύ
γιατί μια μέρα κάποιοι ξένοι
του πήραν με το ζόρι το νοικοκυριό
και δίχως να του δίνουν εξηγήσεις
τον σπρώχνανε, τον σπρώχνανε
μέχρι που τον πετάξανε σε βάραθρο.

Τώρα μετρά τις αναμνήσεις του
στο κομπολόι του χάντρα τη χάντρα
κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο
και καρτερά για να γενεί το θάμα...
 
Μα κάθε μέρα που κυλά
είναι στη μνήμη του μια μαχαιριά
γιατί τα κτίρια που κτίζονται
κι οι πολυκατοικίες
του κρύβουνε σιγά-σιγά τον Πενταδάκτυλο…

(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)


 ΔΕΝ ΕΛΑΧΕ...

Χτες είδα τη μικρή Τριανταφυλλιά                          
- την παραχαϊδεμένη -                                              
που με κοιτούσε μ' απορία                                       
και παραξενεύτηκα.                                                  
Τη ρώτησα γιατί και μ' απεκρίθη                             
είναι που μ' άκουσε να λέγω                                    
πως μέχρι τώρα στη ζωή                                         
δεν έλαχε ποτέ μου                                                 
να γνωρίσω και προσωπικά την Άνοιξη...

(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)

               
 ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ

Ένα σπίτι
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
δεν προφτάνουμε να το γνωρίσουμε
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
το νοικοκυριό μας για να στήσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
με τους μπόγους και τις κατσαρόλες μας
τα κρεβάτια και τους στίχους μας.

Ένα σπίτι               
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
δεν προφτάνουμε να του μιλήσουμε
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
όπως θέλουμε να το στολίσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
με τις κάμαρες βουβές να μας κοιτάζουν
τις γωνιές του αδειανές να μας φωνάζουν.

Ένα σπίτι
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
δεν προφτάνουμε να το γνωρίσουμε
μα προφτάνουμε μ' αγάπη κι όνειρα
όνειρα πολλά να το γεμίσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
δακρυσμένοι για το σπίτι που θ' αφήσουμε
και τις αναμνήσεις που θα μείνουνε...
 
(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)

 
ΑΝΟΜΒΡΙΑ

Στείρα βρύση
Στεγνό πηγάδι
και πετρωμένος ουρανός.

Στην άδεια στέρνα
Τα περιστέρια
ραμφίζουν το κενό...

(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)

 

ΔΙΨΑΜΕ

Το Φως
νερό ζωής ολόδροσο
απ’ τους αρχαίους κίονες μ’ ένα γλυκό κελάρυσμα αναβλύζει
αιώνες τώρα και μας προκαλεί...

Έρημος γύρω μας, μετακινούμενοι αμμόλοφοι...
Διψάμε!
Τ’ άγριο βίτσισμα της άμμου στ’ αφυδατωμένα ολόγυμνα
κορμιά μας τυραννά.
Με δυσκολία μεταφέρουμε
αντίστροφα τα βήματα μας τα βαριά.
Αντίστροφα μετρούμε τις ανάσες μας που κατάντησαν
βασανιστικές.

Απόηχοι στ’ αυτιά μας κουδουνιών από τα καραβάνια
που κάποτε περιφρονούσαμε,
απόμακρα θροίσματα βενταλιών
από τις φοινικιές που κάποτε τις ξεριζώναμε
ακόμη μας στηρίζουν, ευτυχώς...

Τι δε θα δίναμε στ’ αλήθεια τώρα
για μιας γκαμήλας λίκνισμα, τ' ανέμισμα μιας φοινικιάς.
Τι δε θα δίναμε στ’ αλήθεια!!!
Διψάμε!

(Από την ποιητική συλλογή «Φως εκ φωτός», 1994)


ΤΟ ΕΦΤΑΧΡΩΜΟ ΖΩΝΑΡΙ

Το Φως
εφτάχρωμο ζωνάρι πλέκει στον αργαλειό του
η τελευταία νυχτερίδα ετοιμάζεται
χαράματα κι αυτή ν’ αποδημήσει
στα χέρια της η νύχτα
πόρπη χρυσή κρατά και καρτερά
να την περάσει στο εφτάχρωμο ζωνάρι
κι εφτά πουλιά σ’ εφτά κλαδιά
ξάγρυπνα κι εκείνα περιμένουν να το πάρουν
να τ' ανεβάσουν στους εφτά ουρανούς
να το κοιτάζουν οι φρουροί
εφτά φορές την εβδομάδα
φεγγάρια αβασίλευτα τα μάτια τους να μένουν.

(Από την ποιητική συλλογή «Φως εκ φωτός», 1994)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου