Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013
ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ ΨΑΛΛΩ
Για το χαμόγελό σου ψάλλω
Τον άγγελο μ' ορθάνοικτες φτερούγες
Αλληλούια…
Τ' άνθισμα της μαργαρίτας
Που δοξολογεί τον ήλιοΑλληλούια...
Το φως που κελαηδά
Πάνω στο κλαρί της πίκρας μουΑλληλούια...
Τ' άστρο που με συντροφεύει
Στον ουρανό της μοναξιάς μουΑλληλούια...
Για τον κήπο που σκιρτά
Ολάνθιστα τριαντάφυλλα μέσα στη χειμωνιάΑλληλούια...
Για το χαμόγελό σου ψάλλω
Μπροστά στο αναλόγιο του χρόνουΑλληλούια… Αλληλούια… Αλληλούια…
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013
ΠΛΑΝΗ
Το Φως
απόψε ξαγρυπνά
στην έπαλξη του κουρσεµένου κάστρου κι ανατριχιάζει βλέποντας
τ’ αποκεφαλισµένα από την πλάνα νύχτα στάχια
που κείτονται στον κάμπο ανάσκελα
µε τα χρυσά κεφάλια τους στο πλάι .
Όλοι κατάλαβαν το
µέγεθος της πλάνης
εκ των υστέρων όµως,
δυστυχώς, γιατί τα στάχια - καθώς είπαν -
ήταν της έκτης χιλιετηρίδας προ Χριστού.
Προ της Σφαγής
ουδείς εκ των
πεπλανηµένων ενδιαφέρτηκε ποτέ την ιστορία τους να µελετήσει
ουδείς ποτέ προσπάθησε την πλάνα νύχτα ν' αφοπλίσει.
Το Φως
πικρογελά και το
ξανθό κεφάλι του κουνά µ' απελπισία σαν αντικρίζει τους πεπλανηµένους
που τώρα δήλωσαν νεκροφρουροί
και ρήτορες επικηδείων λόγων
χωρίς το Φως στην έπαλξη να λογαριάζουν
χωρίς να προσδοκούν ανάσταση νεκρών
κι έτσι πλανιούνται πάλι ...
Γοργόφτερο πουλί
πετά και χάνεται
στην έπαλξη του
κουρσεµένου Κάστρου και πάλι ξαναφαίνεται µε κεραυνού κλωνί στο ράµφος.
Στο πέταγµά του
ανάβουν πυρκαγιές
ο κάµπος όλος
καίγεται µεµιάς µαζί µε τους πεπλανηµένοuς
και µε τα στάχια τα νεκρά.
Από την ποιητική μου συλλογή: «Φως εκ Φωτός», 1994
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΙΣΤΕΨΕΙ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ;
Προβληματίζεται αν πρέπει να αλλάξει
το γενέθλιο του χώρο ή ν’ αλλάξει πρώτα τον εαυτό του και να προσαρμοστεί στις
συνθήκες που βρήκε. Αυτός, άλλωστε δεν είναι άνθρωπος της εξουσίας αλλά ένας
ρομαντικός ποιητής. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πλησιάσει τον κόσμο,
να τον καταλάβει και να τον εκφράσει μέσα από την ποίησή του. Όχι όμως να τον
αλλάξει.
«Ποιος είμαι εγώ; Ποιος θα με
ακούσει; Ποιος θα πιστέψει έναν ποιητή;», διερωτάται.Ανεξάρτητα από τους προβληματισμούς και τις αμφιβολίες του, είναι απόλυτα βέβαιος για την αβεβαιότητα που νιώθει για όλους και για όλα, αλλά και για το τόξο που κρύβει μέσα του, με τη χορδή του πάντοτε τεντωμένη, έτοιμο να εκτοξεύσει το βέλος του: την Ποίηση. Θα αγωνιστεί έστω και με αυτό το αναχρονιστικό όπλο, όπως αγωνιζόταν πάντα στη ζωή του, ίσως γνωρίσει καλύτερα τον γενέθλιό του χώρο. Για να αγωνιστεί να αλλάξει, όμως, ό,τι δεν του αρέσει, χρησιμοποιώντας αυτό το αναχρονιστικό όπλο, την Ποίηση, είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν θα τα καταφέρει… Το μόνο που είναι σίγουρος πως θα καταφέρει είναι να τον πούνε αφελή ή Δον Κιχώτη…
Σίγουρα, έχει πάρα πολλά ακόμα να μάθει και άλλα τόσα να κάνει. Θα παλέψει να γνωρίσει τι πράγματι συμβαίνει, να γνωρίσει τι κρύβεται κάτω από αυτό το δέρμα, κάτω από αυτό το πουκάμισο του γενέθλιού του χώρου. Επιθυμεί να το αποτυπώσει μέσα στην ποίησή του. Το θεωρεί σαν μια ελάχιστη προσφορά σε τούτο τον χώρο που ταυτίστηκε μαζί του. Τουλάχιστο, έτσι, δε θα νιώθει απομονωμένος…Δε θα νιώθει διαφορετικός…. Τουλάχιστο, έτσι, δε θα νιώθει εξόριστος…
(απόσπασμα από άνέκδοτο μυθιστόρημά μου)
Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013
ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ
Αν κάποτε
σ’ ομαδικό τάφο αγνοούμενων ανθρώπωνανακαλύψετε τα οστά μου
θα τα ταυτοποιήσετε αμέσως
χωρίς να χρειαστεί
να εφαρμόσετε τη μέθοδο του DNA
απ’ τα υπερμεγέθη οστά των ποδιών
που περπάτησαν όλη τη γη
ψάχνοντας τον εαυτό μου
τα θρυμματισμένα οστά του θώρακα
που δέχτηκαν βέλη της αδικίας αναρίθμητα
τα τρυφερά οστά των χεριών
που έδιναν παρηγοριά στον πόνο
και τέλος
απ’ τα εξογκωμένα οστά του κρανίου
που μέσα του χωρούσε
τα βάσανα του κόσμου όλου.
Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013
Ήταν πρωί, πολύ πρωί,ποτέ δε θα ξεχάσω...
Τα περιστέρια ξαφνιασμένα βούλιαζαν στο μακρινό ορίζονταΓιατί κρεμάσαμε στον ώμο το ντουφέκι
Και μπήκαμε σε στρατιωτικά οχήματα
Να κουβαλήσουμε το θάνατο σ' ανθόσπαρτες βραγιές.
Μια φάλαγγα κορμιά ανθρώπινα για το σφαγείο...
Ο Διγενής Ακρίτας πέρασε από κοντά μας αστραπή
Κι ο θάνατος ακόνιζε πιο κάτω τη ρομφαία.
Ο φόβος πάγωσε το θάρρος στις καρδιές μας
Η θλίψη πέτρωσε τα πρόσωπα μας
Κι η σκέψη των αγαπημένων
Μαχαίρι δίκοπο καρφώθη στην ψυχή μας.
Σ' ελάχιστο διάστημα βρεθήκαμε μπροστά στο θάνατο.
Ανθρώπινα κορμιά κομματιασμένα, παραμορφωμένα
Ζωγράφισαν στα μάτια μας τη φρίκη.
Ήταν πρωί, πολύ πρωί,ποτέ δε θα ξεχάσω...
( Από την ποιητική συλλογή «Ώρες Πολέμου», 1975)
ΤΑΦΗ
Η μάχη τέλειωσε το
σούρουπο.
Η νύχτα τύλιξε
σιγά-σιγά τα σκόρπια μέλη των νεκρώνΜε το τσουρουφλισμένο κρέπι της
Το κόκκινο φεγγάρι δακρυσμένο και λυσικομο
Τους έδωσε γονατιστό τον τελευταίο ασπασμό
Και μια μπουλντόζα έπειτα βιαστικά
Τους έθαψε σε μνήματα ομαδικά, χωρίς τα σχετικά,
Με συνοδεία τη θρηνητική φωνή του γκιόνη...
Οι μάνες όμως
καρτερούν γονατιστές
Στα σκαλοπάτια της
ελπίδαςΚαι μένουν οι νεκροί χωρίς μνημόσυνα
Χωρίς νερό και λάδι...
( Από την ποιητική συλλογή «Ώρες Πολέμου», 1975)
Το πλάνο καλοκαίρι μάς παράσυρε
εκεί που δέρνουν την ψυχή σκληρά τα ξεροβόρια
Το πλάνο καλοκαίρι μας οδήγησε
εκεί που σφίγγουν το κορμί θανατηφόρα φίδια.
Μαγευτικό τραγούδι και γλυκό χαμόγελο
ποτέ δεν το σκεφτήκαμε
πως κρύβεις μες στη σκέψη σου
τόσο μεγάλη απανθρωπιά
ποτέ δε φανταστήκαμε
πως φαρμακώνεις τα πουλιά.
Αγγελική ματιά στο μέτωπο της πίκρας μας
ρυάκι στην ποδιά της χέρσας ευτυχίας μας
αναλαμπή στα παγερά σκοτάδια μας,
εσύ που σκέπαζες τη γύμνια της ελπίδας μας,
πώς καταδέχτηκες να καταστρέψεις
τα καταπράσινα λιβάδια των ονείρων μας;
Πώς μπόρεσες να κομματιάσεις
τη στάμνα του κουράγιου μας;
(Από την ποιητική συλλογή «Μηνύματα», 1981)
Επιβάτες σ' ένα σάπιο καράβι
Κάτοικοι σ' ένα σπίτι με ραγισμένους τοίχους
Τραυματισμένοι, ετοιμοθάνατοι
στο κρεβάτι του πόνου.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμες
αρνούνται να μας γιατρέψουν.
Αργοπεθαίνουμε ανάμεσα στα χάχανα
τις κοροϊδίες και την περιφρόνηση τους.
Ζητούμε βοήθεια...
(Από την ποιητική συλλογή «Μηνύματα», 1981)
ΓΕΓΟΝΟΣ
0 γερο-Νικολής, που
χρόνια,
σ' ασβεστοκάμινα και
σε νταμάριααντάλλαζε τις μέρες της ζωής του
με πέτρες και χαλίκια
κατάφερε να στήσει το νοικοκυριό του
στη ράχη του βουνού - του Πενταδάκτυλου.
Τραβούσε μονορούφι τη
ρακή του
και με το μέτωπο- που πάνω του χαράχτηκαν
οι πέντε κόγχες του βουνού,
του Πενταδάκτυλου -
σημάδευε τον ουρανό
πολύ συγκινημένος.
Μ' αυτό δεν κράτησε
πολύ
γιατί μια μέρα
κάποιοι ξένοιτου πήραν με το ζόρι το νοικοκυριό
και δίχως να του δίνουν εξηγήσεις
τον σπρώχνανε, τον σπρώχνανε
μέχρι που τον πετάξανε σε βάραθρο.
Τώρα μετρά τις αναμνήσεις του
στο κομπολόι του χάντρα τη χάντρα
κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο
και καρτερά για να γενεί το θάμα...
Μα κάθε μέρα που κυλά
είναι στη μνήμη του μια μαχαιριά
γιατί τα κτίρια που κτίζονται
κι οι πολυκατοικίες
του κρύβουνε σιγά-σιγά τον Πενταδάκτυλο…
(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)
Χτες είδα τη μικρή Τριανταφυλλιά
- την παραχαϊδεμένη -
που με κοιτούσε μ' απορία
και παραξενεύτηκα.
Τη ρώτησα γιατί και μ' απεκρίθη
είναι που μ' άκουσε να λέγω
πως μέχρι τώρα στη ζωή
δεν έλαχε ποτέ μου
να γνωρίσω και προσωπικά την Άνοιξη...
(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ
Ένα σπίτι
που
ποτέ μας δεν προφτάνουμεδεν προφτάνουμε να το γνωρίσουμε
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
το νοικοκυριό μας για να στήσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
με τους μπόγους και τις κατσαρόλες μας
τα κρεβάτια και τους στίχους μας.
Ένα σπίτι
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
δεν προφτάνουμε να του μιλήσουμε
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
όπως θέλουμε να το στολίσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
με τις κάμαρες βουβές να μας κοιτάζουν
τις γωνιές του αδειανές να μας φωνάζουν.
Ένα σπίτι
που ποτέ μας δεν προφτάνουμε
δεν προφτάνουμε να το γνωρίσουμε
μα προφτάνουμε μ' αγάπη κι όνειρα
όνειρα πολλά να το γεμίσουμε
και βρισκόμαστε ξανά στο δρόμο
δακρυσμένοι για το σπίτι που θ' αφήσουμε
και τις αναμνήσεις που θα μείνουνε...
(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση», 1988)
ΑΝΟΜΒΡΙΑ
Στείρα βρύση
Στεγνό πηγάδικαι πετρωμένος ουρανός.
Στην άδεια στέρνα
Τα περιστέριαραμφίζουν το κενό...
(Από την ποιητική συλλογή «Η Τρίτη Απόφαση»,
1988)
ΔΙΨΑΜΕ
Το Φως
νερό ζωής ολόδροσο
απ’ τους αρχαίους κίονες μ’ ένα γλυκό κελάρυσμα αναβλύζει
αιώνες τώρα και μας προκαλεί...
Έρημος γύρω μας, μετακινούμενοι αμμόλοφοι...
Διψάμε!
Τ’ άγριο βίτσισμα της άμμου στ’ αφυδατωμένα ολόγυμνα
κορμιά μας τυραννά.
Με δυσκολία μεταφέρουμε
αντίστροφα τα βήματα μας τα βαριά.
Αντίστροφα μετρούμε τις ανάσες μας που κατάντησαν
βασανιστικές.
Απόηχοι στ’ αυτιά
μας κουδουνιών από τα καραβάνια
που κάποτε
περιφρονούσαμε,απόμακρα θροίσματα βενταλιών
από τις φοινικιές που κάποτε τις ξεριζώναμε
ακόμη μας στηρίζουν, ευτυχώς...
Τι δε θα δίναμε στ’ αλήθεια τώρα
για μιας γκαμήλας λίκνισμα, τ' ανέμισμα μιας φοινικιάς.
Τι δε θα δίναμε στ’ αλήθεια!!!
Διψάμε!
(Από την ποιητική συλλογή «Φως εκ φωτός», 1994)
ΤΟ ΕΦΤΑΧΡΩΜΟ ΖΩΝΑΡΙ
Το Φως
εφτάχρωμο ζωνάρι πλέκει στον αργαλειό του
η τελευταία νυχτερίδα ετοιμάζεται
χαράματα κι αυτή ν’ αποδημήσει
στα χέρια της η νύχτα
πόρπη χρυσή κρατά και καρτερά
να την περάσει στο εφτάχρωμο ζωνάρι
κι εφτά πουλιά σ’ εφτά κλαδιά
ξάγρυπνα κι εκείνα περιμένουν να το πάρουν
να τ' ανεβάσουν στους εφτά ουρανούς
να το κοιτάζουν οι φρουροί
εφτά φορές την εβδομάδα
φεγγάρια αβασίλευτα τα μάτια τους να μένουν.
(Από την ποιητική συλλογή «Φως εκ φωτός», 1994)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)