"Το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ"- απόσπασμα
Κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού του
και κοιτάζει το τοπίο που απλώνεται μπροστά του. Μετά την επάνοδό του στην
Ομφαλία, το γενέθλιό του χώρο, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, προσπαθεί να
ξεδιαλύνει μια παράξενη γεύση μέσα του, που δημιουργήθηκε από τη μεγάλη
επιθυμία του για επιστροφή και από τα όσα ανέμενε να βρει εδώ. Από μέρες τώρα
προσπαθεί να ακροαστεί, να μπει στη συχνότητα από την οποία εκπέμπει ο
γενέθλιός του χώρος. Μα τι τραγικό! Όλα σχεδόν του φαίνονται άγνωστα. Όλα
σχεδόν του φαίνονται ξένα.
Εκεί, όπου άλλοτε στα παιδικά και τα
πρώτα νεανικά του χρόνια ήταν χωράφια, δέντρα κάθε λογής και άγρια βλάστηση,
έχουν τώρα ξεφυτρώσει τεράστιες μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, πολυτελή
ξενοδοχεία και τουριστικά διαμερίσματα.
Μάταια ψάχνει να βρει τις χαρουπιές και τις βελανιδιές, τις ροδοδάφνες, τις
μερσινιές και τις αγριελιές, πλάι στις οποίες γεννήθηκε, περπάτησε, έπαιξε και
μεγάλωσε. Αντί γι’ αυτές, βρίσκει στη θέση τους τσιμέντο στοιβαγμένο...
Ατενίζει κάτω τη θάλασσα κι ένας
καημός αβάσταχτος τον κυριεύει για το γενέθλιό του χώρο που έφυγε και που, ναι,
το νιώθει, φεύγει μέρα με τη μέρα. Οι άλλοτε γραφικές ακρογιαλιές έχουν
αλλοιωθεί. Έχουν γεμίσει με σπίτια, ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλα τουριστικά
καταλύματα. Τα αθάνατα, οι ανεμώνες, τα κυκλάμινα και τα άλλα αγριολούλουδα
έχουν εξαφανιστεί. Έγιναν σχεδόν αγνώριστες. Εξακολουθούν, όμως, να διατηρούν
τη μοναδική ομορφιά τους και από εκεί το ηλιοβασίλεμα εξακολουθεί ακόμα να
αποτελεί υπέροχο θέαμα. Σίγουρα, δυσκολεύεσαι πολύ να τις αναγνωρίσεις με τη
σημερινή μορφή τους, αλλά δεν έπαψαν
ποτέ να υποκλίνονται στο ηλιοβασίλεμα!
Τα μικρά και γραφικά παλιά σπίτια
έχουν χαθεί και τη θέση τους πήραν άλλα πολυτελή σπίτια και απρόσωπες, ψυχρές
πολυκατοικίες που έχουν κρύψει τον ορίζοντα με τον τεράστιο όγκο τους και έχουν
συρρικνώσει τον ουρανό. Στέκονται εκεί μέρα – νύχτα, μέσα στον ήλιο και μέσα
στη βροχή, σαν αρχαϊκά αγάλματα κούρων να ατενίζουν με το βλέμμα τους το
ανέκφραστο το πουθενά.
«Πότε η
Ομφαλία μου πήρε το σχήμα αυτού του άγνωστου πυκνοκατοικημένου χώρου; Πού πήγαν
όλα εκείνα τα γραφικά αραιοχτισμένα σπιτάκια, με το περιβόλι του και το
μαγκανοπήγαδό του το καθένα; Πού βούλιαξαν ανάμεσα σ’ αυτά τα νεόδμητα ψυχρά
μέγαρα;», διερωτάται.
Αραιά και πού, ασφυκτικά
στριμωγμένα ανάμεσα στα τεράστια οικοδομήματα, βλέπει σπιτάκια με κήπο και
κληματαριά στην αυλή, τα περισσότερα από τα οποία, όμως, είναι
νοικιασμένα και κατοικούνται από αλλοδαπούς, που μετανάστεψαν εδώ από διάφορες
φτωχές χώρες, για να βρουν την τύχη τους. Οι
πρώτοι ένοικοί τους έχουν αποδημήσει από καιρό και τα παιδιά τους ή οι
κληρονόμοι τους, μέχρι να τα γκρεμίσουν για να χτίσουν στη θέση τους καινούρια,
σύγχρονα σπίτια τα εκμεταλλεύονται νοικιάζοντας τα.
Σε εκείνα
τα φιλόξενα, γραφικά σπιτάκια, με κήπο και κληματαριά, κατοικούσαν κάποτε
άνθρωποι γνήσιοι απόγονοι του Όμηρου, του Διόνυσου και του Χριστού. Άνθρωποι
ανοιχτόκαρδοι και χαμογελαστοί, άνθρωποι δοτικοί, πρόθυμοι ν’ ανοίξουν το σπίτι
τους και την καρδιά τους στο συνάνθρωπό τους και να του προσφέρουν ό,τι
χρειαζόταν. Σε αντιμετώπιζαν σαν να ’σουνα δικός τους, αδελφός τους.
Συμπεριφέρονταν λες κι ο κόσμος όλος να ήταν το σπίτι τους, Τους κρατά όλους
πολύ ζωντανά στη μνήμη του και κάθε φορά που περνά έξω από τα πρώην σπίτια τους, από την πρώην
γειτονιά τους, από τα πρώην χωράφια τους, που για να καρπίσουν τα πότιζαν με
τον ιδρώτα του προσώπου τους, οι μορφές τους στέκονται σαν άγια εικονίσματα
μπροστά του. Θυμάται τη φιλοξενία τους, τα αυθόρμητα γλέντια και διασκεδάσεις
που έκαναν. Θυμάται ακόμα με πόση ευλάβεια γιόρταζαν τις μεγάλες θρησκευτικές
γιορτές και με πόση περηφάνια τιμούσαν τις εθνικές επετείους.