ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΩΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΗΣ 1975, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974
Στο ραγισμένο σπίτι της χαράς μας.
Ο ήλιος κρύφτηκε στη στάχτη
Κι η μέρα έμεινε χωρίς ψωμί
Γιατί ο λίβας τρύγησε νωρίς τα μεστωμένα στάχυα.
Ο χρόνος τώρα
σεριανίζει σε ναυάγια
Τη μαυροφόρα
σκέψη μαςΗ νύχτα ξαγρυπνά και κλαίει
Τους γκρεμισμένους μόχθους μας.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΕΚΕΙΝΟΥ
Οι
μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Κρεμάσανε τα εκμαγεία τους ανάποδα
Κρεμάσανε τα εκμαγεία τους ανάποδα
Στα
γκρεμισμένα σπίτια της πατρίδας
Αφήσανε τη στάχτη κατακάθι στην ψυχή
Σαλέψανε τα καπνισμένα μάρμαρα του ήλιου.
Αφήσανε τη στάχτη κατακάθι στην ψυχή
Σαλέψανε τα καπνισμένα μάρμαρα του ήλιου.
Οι
μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Σκορπίσανε
τις χρυσαφιές κλωστές του αργαλειού
Στον
Αλωνάρη άνεμο
Κουρσέψανε
σαδιστικά τα πλούσια κελάρια
Σκοτώσανε αναίσχυντα τα καρπερά μελίσσια.
Σκοτώσανε αναίσχυντα τα καρπερά μελίσσια.
Οι
μέρες του Καλοκαιριού εκείνου
Ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών
Στα πρωινά μελτέμια
Ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών
Στα πρωινά μελτέμια
Κουβάλησαν
το θάνατο σε γραφικές ακρογιαλιές
Και φίλεψαν το χάροντα με πλούσιο τραπέζι.
Και φίλεψαν το χάροντα με πλούσιο τραπέζι.
ΤΑΦΗ
Η μάχη τέλειωσε το σούρουπο.
Η νύχτα τύλιξε σιγά-σιγά τα σκόρπια μέλη των νεκρών
Με το τσουρουφλισμένο κρέπι της
Το κόκκινο φεγγάρι δακρυσμένο και λυσικομοΤους έδωσε γονατιστό τον τελευταίο ασπασμό
Και μια μπουλντόζα έπειτα βιαστικά
Τους έθαψε σε μνήματα ομαδικά, χωρίς τα σχετικά,
Με συνοδεία τη θρηνητική φωνή του γκιόνη...
Οι μάνες όμως καρτερούν γονατιστές
Στα σκαλοπάτια της ελπίδαςΚαι μένουν οι νεκροί χωρίς μνημόσυνα
Χωρίς νερό και λάδι...
ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ
Αραχνιασμένα τα κενά χιτώνια
Στα καπνισμένα μάρμαρα
Της Σαλαμίνας και των Σόλων ξεχασμένα
Κοκκίνησαν τ' αγουροξυπνημένα μάτια μας
Κοκκίνησαν τ' αγουροξυπνημένα μάτια μας
Και μοιρολόγια αντηχούνε τώρα
στο σκοτάδι
Σαν χορικά αρχαίας τραγωδίας
Σαν χορικά αρχαίας τραγωδίας
Βγαλμένα από κάποια στόματα αόρατα...