ΕΠΑΝΟΔΟΣ (απόσπασμα)
... Μα τώρα που το σκέφτοµαι καλύτερα
τώρα που το µυαλό µου ξεκαθάρισε και πλάθει κι αναπλάθει τη µορφή του
όλο µου φαίνεται και πιο γνωστή, γι' αυτό σηκώνοµαι
παίρνω τη φωτογραφοθήκη µου και ψάχνω
κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες µία - µία
µ' αδυνατώ µ' ακρίβεια να καθορίσω
αν είναι του παππού ή του προπάππου µου που µοιάζει
ο πρώτος εκ των Μυκηναίων
που κατοικήσανε στην Κύπρο
τη Β΄ χιλιετηρίδα π.Χ.
αν είναι του πατέρα ή του αδελφού µου
ή πάλιν - γιατί όχι -
αν µοιάζει ακόµα και σε µένα ...
Αδυνατώ να καθορίσω και ψάχνω µε τις ώρες
µα δεν τα καταφέρνω γιατί βρίσκω πως µ' όλους έχει κάποια φυσιογνωµία και µένω έτσι µε την
απορία και µε τα λόγια του να βασανίζοµαι:
«Εσένα θέλω αποστείλει, Ποιητή, στους εν δουλεία
απογόνους µου
για να τους απαλλάξεις απ' αυτή και να τους οδηγήσει;
πάλιν πίσω στην Αχαιών Ακτή».
Αφήνω κατά µέρος τις φωτογραφίες και συλλογίζοµαι ...
Φέρνω στη σκέψη µου την Ακανθού τα δάση των βουνοπλαγιών της
τις δαντέλες των ακρογιαλιών της
και τα τρεχούµενα νερά της.
Φέρνω στη σκέψη µου τους Αχαιούς
τ' αγκυροβόληµα των καραβιών τους στ’ Αφροδίσιον
την πιο ψηλή βουνοκορφή της λατρείας τους
και τα ερείπια του µεγαλείου τους.
Κατόπι σκέφτοµαι τους εν δουλεία
που θάψαν την οργή και την οδύνη τους στην έρηµο
που κρύψανε τον ήλιο µε ψηλά οικοδοµήµατα
και ζουν υπό σκιάν
οργίζοµαι, µα πάλιν ηµερεύω, γιατί στο νου µου φέρνω
όλους τους άλλους εν δουλεία τους αγνούς κι αθώους.
«Στο κάτω - κάτω της γραφής αυτοί σε τίποτα δε φταίξανε,
γιατί να µην µπορούν να δουν την Ακανθού;
Γιατί να ζούνε στη δουλεία;»
Μονολογώ κι ορθώνω το κορµί µου
κτυπώ το πόδι µου στη γη κι αρχίζω να χορεύω την πυρρίχη
µαζί µε τις ηρωικές µορφές των κάδρων
που κοσµούν το σπίτι µου και µου θυµίζουν
όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής.
Μετά το ρίχνω στους διθύραµβους
µέχρι που παίρνω τη µεγάλη απόφαση να πειθαρχήσω δίχως καθυστέρηση
στα λόγια του προγόνου µου,
του πρώτου εκ των Μυκηναίων που κατοικήσανε την Κύπρο
τη Β΄ χιλιετηρίδα προ Χριστού...
(Κύπρος, 1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου