ΘΥΜΗΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955
Ξημερώματα της πρωταπριλιάς ξύπνησα, θυμάμαι, πρωί, αλλά δε σηκώθηκα από το κρεβάτι. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος και σκεφτόμουν κανένα ψέμα για να πω στον αδελφό μου το Λευτέρη σαν θα ξυπνούσε. Σκέφτηκα πολλά ψέματα για να του πω. Τελικά, όμως, αποφάσισα να του πω πως οι Εγγλέζοι άφησαν ελεύθερους τους δεκατρείς του καϊκιού.
Στο μεταξύ, η μάνα είχε σηκωθεί. Ήταν έξω στ...ην αυλή. Ετοίμαζε πλύση. Το κατάλαβα, γιατί ερχόταν στα ρουθούνια μου η μυρωδιά των καμένων σανιδιών που άναβε για να ζεστάνει το νερό, με το οποίο θα έπλενε τα ρούχα. Ούτε ο πατέρας ήταν στο κρεβάτι.
– Καλημέρα, μάνα, της φώναξα, σαν μπήκε μέσα στο σπίτι, για να πάρει το κοφίνι με τα άπλυτα.
– Καλημέρα, είπε, γυρίζοντας προς το μέρος μου το κεφάλι. Ξύπνησες κιόλας;
– Ναι, ξύπνησα, της είπα κι αμέσως πέρασε από το μυαλό μου, σαν αστραπή, η ιδέα να της πω κανένα ψέμα μια και το είχε η μέρα.
Την ώρα λοιπόν που σήκωσε το κοφίνι με τα άπλυτα, άρχισα να φωνάζω τάχα τρομαγμένος:
– Μάνα... Μάνα... Ένα φίδι... Μέσα από το κοφίνι βγαίνει ένα φίδι...
Η καημένη η μάνα πέταξε μακριά το κοφίνι κι άρχισε να τρέχει τρομαγμένη. Εγώ έβαλα τα γέλια. Έφτασε στην ξώπορτα και σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν κίτρινη και έτρεμε από το φόβο της. Κάθισα στο κρεβάτι μου και γελούσα ακόμα. Η μάνα δε μίλησε. Κούνησε μονάχα το κεφάλι θυμωμένη και αγανακτισμένη. Κατάλαβε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έτρεξα κοντά της. Την αγκάλιασα από τη μέση. Γελούσα ακόμα.
– Φοβήθηκες πολύ, μάνα; Ένα ψεματάκι σου είπα μέρα που είναι σήμερα...
– Μου έκοψες τη χολή, παλιόπαιδο, μου είπε και κάθισε στην πολυθρόνα, τρέμοντας ακόμα και κατακίτρινη από το φόβο της.
Τη λυπήθηκα. Μετάνιωσα για το ψέμα που της είπα.
– Συγγνώμη, μάνα, δεν έπρεπε να το κάνω, της είπα και κάθισα στα γόνατά της.
– Καλά... Καλά, μου είπε με τρεμάμενη φωνή. Άλλη φορά όμως να προσέχεις τι λες. Όχι τέτοια ψέματα, γιατί μπορεί να προξενήσουν κακό, με συμβούλεψε.
Ακριβώς την ώρα εκείνη μπήκε ο πατέρας. Φαινόταν πολύ συγκινημένος και ταραγμένος.
– Μα τι συμβαίνει; Δεν πήγες στη δουλειά σου; Τον ρώτησε μ’ απορία η μάνα και με κατέβασε από τα γόνατά της.
Ο πατέρας κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί της.
– Όχι, της είπε. Δεν πήγα... Δηλαδή πήγα, αλλά έφυγα. Ήθελα να έρθω στο σπίτι. Για να σου πω το μεγάλο νέο. Aυτό που όλοι για χρόνια τώρα περιμέναμε... Άρχισε...
– Μα τι συμβαίνει, επιτέλους; Δεν καταλαβαίνω. Ποιο είναι αυτό το μεγάλο νέο; Tον διέκοψε η μάνα με αγωνία.
Εγώ στεκόμουν και παρακολουθούσα. Ο πατέρας συνέχισε:
– Από σήμερα, γυναίκα, αρχίζει ο ένοπλος αγώνας, για να διώξουμε τον Άγγλο κατακτητή, είπε ο πατέρας και το πρόσωπό του φωτίστηκε.
– Δε σε πιστεύω... Είναι ψέματα... Το ξέρω... Σήμερα είναι πρωταπριλιά. Mου το θύμισε πριν από λίγο αυτός ο διαβολάκος, είπε με δυσπιστία η μάνα και με κοίταξε κουνώντας απειλητικά το κεφάλι.
– Γυναίκα, αλήθεια σου λέω. Γιατί δε με πιστεύεις; Από σήμερα αρχίζει ένοπλος αγώνας, για να διώξουμε τους Εγγλέζους από την Κύπρο μας. Από σήμερα αρχίζει τη δράση της η ΕΟΚΑ. Το είπε και το ραδιόφωνο στις πρωινές ειδήσεις. Ψες έγιναν εκρήξεις. Σκοτώθηκε και ένας δικός μας. Κάποιος Μόδεστος Παντελή από το Λιοπέτρι. Κάποιος άλλος, ο Γρηγόρης Αυξεντίου από τη Λύση, καταζητείται από τους Εγγλέζους... Να και το φυλλάδιο που μιλά για την έναρξη αυτού του αγώνα. Το υπογράφει ο ίδιος ο αρχηγός Διγενής, είπε ο πατέρας και έβγαλε ένα διπλωμένο άσπρο χαρτί από την τσέπη του παντελονιού του.
Το ξεδίπλωσε. Σηκώθηκε από τη θέση του. Το ίδιο και η μάνα.
– Να, διάβασε, της είπε και έβαλε μπροστά της το χαρτί.
Η μάνα το πήρε και άρχισε να διαβάζει. Ο πατέρας την κοιτούσε συγκινημένος.
– Αλήθεια λες... Αρχίζει ο αγώνας για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, είπε μετά από λίγο η μάνα και τα μάτια της βούρκωσαν.
– Ζήτω ο αγώνας της Κύπρου μας... Ζήτω η Ελευθερία... Ψέλλισε με ενθουσιασμό ο πατέρας και αγκάλιασε τη μάνα.
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για κάμποση ώρα. Τους άφησα εκεί και πήγα στο κρεβάτι μου. Ο Λευτέρης κοιμόταν ακόμα. Ξάπλωσα δίπλα του. Σκεφτόμουν αυτά που είπε ο πατέρας στη μάνα και θυμήθηκα τα λόγια που έλεγε ο πατέρας κοιτάζοντας τα χελιδόνια. «Τόσα πολλά χελιδόνια κάτι καλό θα μας φέρουν... Δε γίνεται... Γι’ αυτό πρέπει να ελπίζουμε...». Και να το καλό που ήρθε. Ήρθε με την Πρωταπριλιά...
Αυτά σκεφτόμουν και περίμενα τον αδελφό μου το Λευτέρη να ξυπνήσει. Τον περίμενα όχι για να του πω πια το ψέμα που είχα αποφασίσει προηγουμένως, αλλά για να του πω την πιο μεγάλη αλήθεια. Την πιο μεγάλη αλήθεια που έμοιαζε με το πιο μεγάλο ψέμα. Να του πω για την έναρξη του ένοπλου αγώνα της Κύπρου ενάντια στον Άγγλο κατακτητή...
Ξημερώματα της πρωταπριλιάς ξύπνησα, θυμάμαι, πρωί, αλλά δε σηκώθηκα από το κρεβάτι. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος και σκεφτόμουν κανένα ψέμα για να πω στον αδελφό μου το Λευτέρη σαν θα ξυπνούσε. Σκέφτηκα πολλά ψέματα για να του πω. Τελικά, όμως, αποφάσισα να του πω πως οι Εγγλέζοι άφησαν ελεύθερους τους δεκατρείς του καϊκιού.
Στο μεταξύ, η μάνα είχε σηκωθεί. Ήταν έξω στ...ην αυλή. Ετοίμαζε πλύση. Το κατάλαβα, γιατί ερχόταν στα ρουθούνια μου η μυρωδιά των καμένων σανιδιών που άναβε για να ζεστάνει το νερό, με το οποίο θα έπλενε τα ρούχα. Ούτε ο πατέρας ήταν στο κρεβάτι.
– Καλημέρα, μάνα, της φώναξα, σαν μπήκε μέσα στο σπίτι, για να πάρει το κοφίνι με τα άπλυτα.
– Καλημέρα, είπε, γυρίζοντας προς το μέρος μου το κεφάλι. Ξύπνησες κιόλας;
– Ναι, ξύπνησα, της είπα κι αμέσως πέρασε από το μυαλό μου, σαν αστραπή, η ιδέα να της πω κανένα ψέμα μια και το είχε η μέρα.
Την ώρα λοιπόν που σήκωσε το κοφίνι με τα άπλυτα, άρχισα να φωνάζω τάχα τρομαγμένος:
– Μάνα... Μάνα... Ένα φίδι... Μέσα από το κοφίνι βγαίνει ένα φίδι...
Η καημένη η μάνα πέταξε μακριά το κοφίνι κι άρχισε να τρέχει τρομαγμένη. Εγώ έβαλα τα γέλια. Έφτασε στην ξώπορτα και σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν κίτρινη και έτρεμε από το φόβο της. Κάθισα στο κρεβάτι μου και γελούσα ακόμα. Η μάνα δε μίλησε. Κούνησε μονάχα το κεφάλι θυμωμένη και αγανακτισμένη. Κατάλαβε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έτρεξα κοντά της. Την αγκάλιασα από τη μέση. Γελούσα ακόμα.
– Φοβήθηκες πολύ, μάνα; Ένα ψεματάκι σου είπα μέρα που είναι σήμερα...
– Μου έκοψες τη χολή, παλιόπαιδο, μου είπε και κάθισε στην πολυθρόνα, τρέμοντας ακόμα και κατακίτρινη από το φόβο της.
Τη λυπήθηκα. Μετάνιωσα για το ψέμα που της είπα.
– Συγγνώμη, μάνα, δεν έπρεπε να το κάνω, της είπα και κάθισα στα γόνατά της.
– Καλά... Καλά, μου είπε με τρεμάμενη φωνή. Άλλη φορά όμως να προσέχεις τι λες. Όχι τέτοια ψέματα, γιατί μπορεί να προξενήσουν κακό, με συμβούλεψε.
Ακριβώς την ώρα εκείνη μπήκε ο πατέρας. Φαινόταν πολύ συγκινημένος και ταραγμένος.
– Μα τι συμβαίνει; Δεν πήγες στη δουλειά σου; Τον ρώτησε μ’ απορία η μάνα και με κατέβασε από τα γόνατά της.
Ο πατέρας κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί της.
– Όχι, της είπε. Δεν πήγα... Δηλαδή πήγα, αλλά έφυγα. Ήθελα να έρθω στο σπίτι. Για να σου πω το μεγάλο νέο. Aυτό που όλοι για χρόνια τώρα περιμέναμε... Άρχισε...
– Μα τι συμβαίνει, επιτέλους; Δεν καταλαβαίνω. Ποιο είναι αυτό το μεγάλο νέο; Tον διέκοψε η μάνα με αγωνία.
Εγώ στεκόμουν και παρακολουθούσα. Ο πατέρας συνέχισε:
– Από σήμερα, γυναίκα, αρχίζει ο ένοπλος αγώνας, για να διώξουμε τον Άγγλο κατακτητή, είπε ο πατέρας και το πρόσωπό του φωτίστηκε.
– Δε σε πιστεύω... Είναι ψέματα... Το ξέρω... Σήμερα είναι πρωταπριλιά. Mου το θύμισε πριν από λίγο αυτός ο διαβολάκος, είπε με δυσπιστία η μάνα και με κοίταξε κουνώντας απειλητικά το κεφάλι.
– Γυναίκα, αλήθεια σου λέω. Γιατί δε με πιστεύεις; Από σήμερα αρχίζει ένοπλος αγώνας, για να διώξουμε τους Εγγλέζους από την Κύπρο μας. Από σήμερα αρχίζει τη δράση της η ΕΟΚΑ. Το είπε και το ραδιόφωνο στις πρωινές ειδήσεις. Ψες έγιναν εκρήξεις. Σκοτώθηκε και ένας δικός μας. Κάποιος Μόδεστος Παντελή από το Λιοπέτρι. Κάποιος άλλος, ο Γρηγόρης Αυξεντίου από τη Λύση, καταζητείται από τους Εγγλέζους... Να και το φυλλάδιο που μιλά για την έναρξη αυτού του αγώνα. Το υπογράφει ο ίδιος ο αρχηγός Διγενής, είπε ο πατέρας και έβγαλε ένα διπλωμένο άσπρο χαρτί από την τσέπη του παντελονιού του.
Το ξεδίπλωσε. Σηκώθηκε από τη θέση του. Το ίδιο και η μάνα.
– Να, διάβασε, της είπε και έβαλε μπροστά της το χαρτί.
Η μάνα το πήρε και άρχισε να διαβάζει. Ο πατέρας την κοιτούσε συγκινημένος.
– Αλήθεια λες... Αρχίζει ο αγώνας για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, είπε μετά από λίγο η μάνα και τα μάτια της βούρκωσαν.
– Ζήτω ο αγώνας της Κύπρου μας... Ζήτω η Ελευθερία... Ψέλλισε με ενθουσιασμό ο πατέρας και αγκάλιασε τη μάνα.
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για κάμποση ώρα. Τους άφησα εκεί και πήγα στο κρεβάτι μου. Ο Λευτέρης κοιμόταν ακόμα. Ξάπλωσα δίπλα του. Σκεφτόμουν αυτά που είπε ο πατέρας στη μάνα και θυμήθηκα τα λόγια που έλεγε ο πατέρας κοιτάζοντας τα χελιδόνια. «Τόσα πολλά χελιδόνια κάτι καλό θα μας φέρουν... Δε γίνεται... Γι’ αυτό πρέπει να ελπίζουμε...». Και να το καλό που ήρθε. Ήρθε με την Πρωταπριλιά...
Αυτά σκεφτόμουν και περίμενα τον αδελφό μου το Λευτέρη να ξυπνήσει. Τον περίμενα όχι για να του πω πια το ψέμα που είχα αποφασίσει προηγουμένως, αλλά για να του πω την πιο μεγάλη αλήθεια. Την πιο μεγάλη αλήθεια που έμοιαζε με το πιο μεγάλο ψέμα. Να του πω για την έναρξη του ένοπλου αγώνα της Κύπρου ενάντια στον Άγγλο κατακτητή...
(απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου για παιδιά και νέους "Σε κάθε μπαλκόνι κι ένα χελιδόνι", εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", 2007)