ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΚΙ ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
(απόσπασμα)
Κατοικούσαμε στη Χλώρακα. Ένα χωριό δυο μίλια
δυτικά του Κτημάτου. Ο πατέρας δούλευε στο μικρό πελεκανιό του και στα λίγα
κτήματα που πήρε προίκα από τη μάνα μας. Η μάνα έμενε σπίτι και μας φρόντιζε.
Μόλις που τα ’βγαζαν πέρα. Εννιά εμείς και δυο εκείνοι, έντεκα νομάτοι. Και
φτώχια μεγάλη τότες. Το μεροκάματο μισό ψωμί και μια χούφτα ελιές.
Από πολύ μικρούς, τεσσάρων - πέντε χρόνων, και
τα καλοκαίρια που έκλειναν τα σχολεία, τους αρσενικούς ο πατέρας μάς έπαιρνε
τακτικά μαζί του στο πελεκανιό και στα κτήματα. Τον βοηθούσαμε σ’ ό,τι
μπορούσαμε. Στο πελεκανιό ανάβαμε τη φωτιά, για να βράσει την ψαρόκολλα,
τρίβαμε με το γυαλόχαρτο κανένα σανίδι, του δίναμε τα εργαλεία που μας
παράγγελνε. Στα κτήματα πάλι, τον βοηθούσαμε να ξεχορτίσει, να μαζέψει τον
καρπό, προσέχαμε μήπως σκάσει καμιά δεσιά την ώρα που πότιζε. Δεν ήταν ότι
χρειαζόταν τη βοήθειά μας, αλλά πιο πολύ το έκανε, για να βρει λίγη ησυχία στο
σπίτι η καημένη η μάνα και για να μας βάλει από μικρούς σε κάποια σειρά. Τους
θηλυκούς τούς έστελνε στην Ανθούλα τη μοδίστρα, για να μάθουν ράψιμο.
Τον πατέρα, σαν δεν ήμασταν μαζί του, τον
βλέπαμε μόνο τη νύχτα και την Κυριακή το πρωί. Όλες τις άλλες μέρες δούλευε από
το χάραμα μέχρι το λιόγερμα. Πολλές φορές δούλευε και νυχτέρι. Την Κυριακή,
όμως, την ώρα της λειτουργίας, ποτέ. Πήγαινε στην εκκλησία. Για χρόνια μάλιστα
ήτανε κι επίτροπος.
Τη χρονιά που άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την
απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους κατακτητές, από τα εννιά αδέλφια
ήμασταν γεννημένα μοναχά τα πέντε: η Ελλάδα, ο Λευτέρης, η Ρηνούλα, ο Στέφανος
κι εγώ. Δεν είχα μπει ακόμα στο δημοτικό. Ήμουν σχεδόν έξι χρόνων. Τον πατέρα
τότες δεν τον βλέπαμε σχεδόν καθόλου. Αργούσε πολύ τις νύχτες να ’ρθει. Κι
εμείς, μισοκοιμισμένοι στην ποδιά της μάνας, ανησυχούσαμε.
– Πότε, μάνα, θα ’ρθει ο πατέρας;
– Πηγαίνετε, μωρά μου, στο κρεβάτι σας να
κοιμηθείτε, παρακαλούσε εκείνη, χωρίς να μας δίνει εξήγηση.
– Δε μας αγαπά φαίνεται, επειδή είμαστε
άτακτοι. Γι’ αυτό αργεί...
– Όχι, συνέχιζε η μάνα. Σας αγαπά, αλλά έχει
πολλές δουλειές. Όπου να ’ναι θα ’ρθει. Πλαγιάστε, όμως, τώρα να κοιμηθείτε.
Κι εμείς πηγαίναμε στα κρεβάτια μας. Πού να
κλείσει, όμως, ο ύπνος τα βλέφαρά μας; Η σκέψη μας στριφογύριζε ανήσυχη στον
πατέρα. Χίλια δυο ερωτηματικά βασάνιζαν το παιδικό μυαλό μας. Μας έπιανε το
μαράζι...
Ήταν Γενάρης θυμάμαι. Παγωνιά. Νύχτωσε και ο
πατέρας δεν είχε γυρίσει στο σπίτι ακόμα. Δεν είχαμε σόμπα. Κρυώναμε. Έτσι,
κουρνιάσαμε από νωρίς στα σκληρά μας κρεβάτια. Κοιμόμασταν δυο - δυο, επειδή
δεν είχαμε κρεβάτια για τον καθένα. Το χειμώνα μάς ευχαριστούσε αυτό, γιατί
ζεσταινόμασταν. Εγώ κοιμόμουν με το Λευτέρη, η Ελλάδα με τη Ρηνούλα και ο
Στέφανος, που ήταν μόλις ενός χρόνου, κοιμόταν στην κούνια που την είχε φτιάξει
ο πατέρας για τη μεγάλη μου αδελφή, την Ελλάδα, και την είχαμε μέχρι το μικρό
αδελφό μου, το Νεόφυτο. Η μάνα μάς παράγγειλε και τυλικτήκαμε σφικτά τα χράμια
και το πάπλωμα. Ζεσταθήκαμε...
Περασμένα μεσάνυχτα, μου τάραξε τον ύπνο το
απότομο και δυνατό άνοιγμα της ξώπορτας. Τρόμαξα. Πήγα να φωνάξω.
– Ποιος είναι; Τσίριξε η μάνα φοβισμένη.
– Σ...σ... μη φωνάζεις. Εγώ είμαι, ακούστηκε
λαχανιασμένη η φωνή του πατέρα.
– Παναγία μου, τι συμβαίνει; Ρώτησε ξανά η
μάνα και τη διάκρινα μέσα από το θαμπό φως της λάμπας του πετρελαίου να
πετιέται από το κρεβάτι.
– Μη φωνάζεις... Θα σου εξηγήσω... Την ησύχασε
ο πατέρας.
Η μάνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έσκυψε
το κεφάλι. Το ’χωσε στις παλάμες της και το κουνούσε πέρα - δώθε, λες και ήθελε
να διώξει απ’ αυτό κάτι που τη βασάνιζε.
Ο πατέρας κάθισε απέναντί της σε μια καρέκλα.
Έδειχνε κουρασμένος και φοβισμένος. Ανάσαινε. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα.
– Που λες, απόψε την πάθαμε, είπε κι
αναστέναξε.
– Καλά σου ’λεγα εγώ να μην ανακατεύεσαι...
Ο πατέρας έκαμε πως δεν άκουσε και συνέχισε.
– Μας μπλοκάρανε οι Εγγλέζοι. Κάποιος θα
πρόδωσε φαίνεται. Ακόμα δεν αρχίσαμε και μπήκαν στη μέση οι προδότες... Εγώ
τους την έσκασα... Οι άλλοι, όμως, δεν ξέρω... Μπορεί και να τους πιάσανε...
– Και τώρα τι θα γίνει; Αν σ’ ανακαλύψουν;
Παναγία μου, κακό που μας βρήκε! Κι εγώ σου το ’λεγα ότι άσκημα θα την έχεις
και να σκεφτείς τα παιδιά μας...
– Έλα, γυναίκα, μην κάνεις έτσι. Δεν το
πιστεύω να μ’ ανακαλύψουν. Δε θα μιλήσει κανένας. Είναι όλοι τους ορκισμένοι...
– Ο Θεός να βάλει το χέρι του, είπε η μάνα και
σταυροκοπήθηκε. Αν πεινάς, έχει φαγητό στην κατσαρόλα, συνέχισε τρυφερά και
σηκώθηκε από το κρεβάτι.
– Πεινώ, αλλά δεν έχω όρεξη. Μετά από όσα
συνέβησαν δε μου ’μεινε όρεξη για φαγητό, είπε και κούνησε το κεφάλι του
αναστενάζοντας.
Απ’ όσα είπαν δεν κατάλαβα τίποτε. Έπαψαν να
μιλούν. Πλάγιασαν. Εγώ μέχρι να ξανακοιμηθώ, σκεφτόμουν τους Εγγλέζους. Αυτούς
που έκαμαν τον πατέρα να στεναχωρεθεί τόσο εκείνη τη νύχτα. Αυτούς που πολλές
φορές μας πλησίαζαν χαμογελαστοί και μας έδιναν σοκολάτες, καραμέλες και
μπισκότα. Που μας άφηναν, μάλιστα, να αγγίζουμε και τα όπλα τους. Οι μεγάλοι,
όμως, μας έλεγαν πως αυτό δεν είχε σημασία. Μας έλεγαν πως οι Εγγλέζοι ήταν
κακοί. Πως ήταν εχθροί μας. Είχαν την πατρίδα μας σκλαβωμένη. Εμείς, όμως, δεν
καταλαβαίναμε από τέτοια. Συνεχίζαμε να παίρνουμε τις σοκολάτες, τις καραμέλες
και τα μπισκότα. Συνεχίζαμε να χαϊδεύουμε τα όπλα τους...
Ξημέρωσε. Ξύπνησα. Στο σπίτι μας ήταν
μαζεμένοι πολλοί. Ήταν ο παππούς, η γιαγιά, οι θείοι και οι θείες, που τα
σπίτια τους ήταν κοντά στο δικό μας. Κάθονταν στις καρέκλες τους αμίλητοι.
Φαίνονταν όλοι τους ταραγμένοι και στεναχωρεμένοι. Ο πατέρας, που άλλες φορές
έφευγε για τη δουλειά από τα χαράματα, ήταν ακόμα στο σπίτι. Παραξενεύτηκα.
Πλησίασα τη μάνα που έψηνε καφέ.
– Καλημέρα, μάνα.
– Καλημέρα, μου είπε και κατάλαβα πως ήταν κι
εκείνη πολύ στεναχωρεμένη.
– Τι συμβαίνει, μάνα; Γιατί ήλθαν όλοι στο
σπίτι μας;
– Οι Εγγλέζοι, γιε μου, συνέλαβαν ψες το θείο
σου το Χριστόδουλο, τον ξάδελφό σου το Νικολή και άλλους χωριανούς μας.
– Γιατί τους συνέλαβαν, μάνα; Τι έκαμαν στους
Εγγλέζους;
– Ξεφόρτωναν όπλα από ένα καΐκι που ήρθε κρυφά
από την Ελλάδα στα «Ροδαφίνια».
– Τι θα έκαμναν τα όπλα;
– Να πολεμήσουν τους Εγγλέζους. Να τους
διώξουν από την πατρίδα μας με το ζόρι, αφού δε φεύγουν με το καλό.
– Τους Εγγλέζους;
– Ναι, είπε η μάνα και πήρε το μπρίκι με τον
καφέ από τη φωτιά και άρχισε να τον χύνει στα φλιτζάνια.
– Και τι θα τους κάμουν τώρα οι Εγγλέζοι;
– Ξέρω κι εγώ; Είπε η μάνα, κουνώντας το
κεφάλι. Θα τους κλείσουν στη φυλακή.
– Γι’ αυτό είστε όλοι στεναχωρεμένοι;
– Ναι, παιδί μου, δεν έπρεπε να μάθουν οι
Εγγλέζοι ότι μαζεύουμε όπλα, για να τους πολεμήσουμε. Πήγαινε τώρα να νιφτείς
και έλα να πιεις το γάλα σου.
Έβαλε στο δίσκο τους καφέδες. Τους πρόσφερε.
Εγώ πήγα στη βρύση και νίφτηκα. Όλη τη μέρα δεν είχα όρεξη για παιγνίδι.
Μαράζωνα για κείνους που συνέλαβαν οι Εγγλέζοι. Μαράζωνα και για τους Εγγλέζους
που δεν έφευγαν από την πατρίδα μας με το καλό.
Σε λίγες μέρες, οι Εγγλέζοι πήγαν στο
πελεκανιό του πατέρα. Τον έπιασαν, του έδεσαν τα χέρια, το φόρτωσαν στο αυτοκίνητό
τους και τον πήραν μαζί τους. Τότες κατάλαβα γιατί αργούσε τις νύχτες να
γυρίσει στο σπίτι. Από κείνη τη μέρα, αποφάσισα να μην ξαναπάρω σοκολάτες,
καραμέλες και μπισκότα από τους Εγγλέζους. Ούτε να ξαναγγίξω τα όπλα τους...
Για την υπόθεση του καϊκιού κατηγορήθηκαν
δεκατρείς νομάτοι. Έξι από την Ελλάδα, ένας από το Δίκωμο και έξι χωριανοί μας.
Ευτυχώς, οι Εγγλέζοι δεν βρήκαν τίποτε το
ενοχοποιητικό εναντίον του πατέρα. Τον ανάκριναν μόνο και τον άφησαν λεύτερο.
Από τότε, όμως, ήταν μελαγχολικός και λιγομίλητος. Λες και κάτι πολύ σοβαρό τον
απασχολούσε...
Τον καπετάνιο του καϊκιού άκουσα πως τον
έλεγαν Κουταλιανό και ήταν από την Ελλάδα. Νόμιζα πως ήταν το δυνατό εκείνο
παλικάρι που λεγόταν Κουταλιανός και για τον οποίο μας μιλούσε τακτικά ο
πατέρας. Και ήξερα για εκείνο πως δεν μπορούσε κανένας να το νικήσει. Έτσι,
τώρα μαράζωνα και διερωτιόμουν πώς τα κατάφεραν οι Εγγλέζοι και τον πιάσανε κι
εκείνο και τους συντρόφους του. Μ’ από την άλλη χαιρόμουνα και παρηγοριόμουν.
Ήμουν σίγουρος πως θα τα κατάφερνε να ξεφύγει από τους Εγγλέζους κι εκείνος και
οι συντρόφοι του. Ήμουν σίγουρος πως στο τέλος θα τα κατάφερνε και θα νικούσε
τους Εγγλέζους...
«Φτάνει που σκέφτηκε τη σκλαβωμένη Κύπρο.
Φτάνει που πήρε το καΐκι του, έβαλε μέσα τα παλικάρια του και ήρθε από την
Ελλάδα στην Κύπρο για να τη λευτερώσει. Στο τέλος θα τα καταφέρει... Δε
γίνεται...», αυτά σκεφτόμουν κι ένιωθα να πλημμυρίζει την ψυχή μου μια κρυφή
ελπίδα.
Περιμέναμε όλοι με αγωνία τη δίκη. Χάσαμε τα
κέφια μας. Μαραζώναμε. Οι μέρες μάς φαίνονταν χρόνια. Πιο πολύ, όμως, από όλους
μαράζωνε κι ανησυχούσε ο πατέρας. Τον έτρωγε η αγωνία...