ΕΠΑΝΟΔΟΣ
Ι
Μεσάνυκτα κι ακούγονται κτυπήµατα στην πόρτα µου.
Ανοίγω µε προφύλαξη και κάνει την εµφάνισή του
αγόρι γύρω στα δεκαοκτώ.
Ευτύς µου κάνει εντύπωση µεγάλη το βλέµµα του το µελισσί,
η φωτεινή γαλήνη του προσώπου του, καθώς επίσης τα
µαλλιά του
χρώµα καστάνου ξέβαθο και καλοκτενισµένα.
Το λυγερό κι αθλητικό παράστηµά του
σίγουρα κάτι µου θυµίζει
µα δεν µπορώ την ώρα αυτή να θυµηθώ.
Χαµογελώ µ' αµηχανία κι εκείνος στέκεται και µε κοιτάζει
ανέκφραστα κι επίµονα.
Ανατριχιάζω µα σε λίγο βρίσκω το κουράγιο
και τον ρωτώ τι θέλει
µ' αντί να µ' απαντήσει προχωρεί
µπαίνει στο σπίτι και κατευθύνεται προς το µπουφέ.
Τον παρακολουθώ µε περιέργεια χωρίς να του µιλώ.
Ανοίγει την ντουλάπα και παίρνει δυο ποτήρια.
Θέλω να τον µαλλώσω για το θράσος του
µα πάλι μετανιώνω.
Παίρνει κατόπι την µπουκάλα µε τ’ αγαπηµένοµου πιοτό
γιοµίζει δυο ποτήρια, απλώνει το ’να προς το µέρος µου
και µε καλεί µε νεύµα του προσώπου να το πάρω.
Καταλαβαίνει φαίνεται πως είμαι σαστισμένος
και κακοφανισµένος απ’ τη στάση του,
γιατί δεν προχωρώ και λύνοντας την έκφρασή του
αφήνει αµέσως απ’ το πρόσωπό του να
ξεφύγει
χαµόγελο τόσο γλυκό που µ’ αφοπλίζει ...
Αρπάζοµαι απ'αυτό, τον πλησιάζω µ’ επιφύλαξη
και παίρνω το ποτήρι από το χέρι του.
«Εβίβα» την«εβίβα», αδειάζουµε χωρίς καµιά κουβέντα
τα ποτήρια µας.
Σηκώνοµαι να τα ξαναγιοµίσω, δεν µ' αφήνει.
Μου κάνει νεύµα πως θέλει εκείνος να
κερνά
όμως αυτό - να κάνει δηλαδή στο σπίτι µου το νοικοκύρη -
καθόλου δεν µ’ αρέσει
µα - δίχως να γνωρίζω το γιατί - υποχωρώ ...
Ξαναγιοµίζει κάργα τα ποτήρια και ξαναρχίζουµε τα «εβίβα» .
Σ’ αυτό το µεταξύ µ’ αιφνιδιάζει,
γιατί εκεί που καρτερώ εναγωνίως να
µάθω την ταυτοτητά του,
στα ξαφνικά και στ’ αναπάντεχα
το µέχρι τώρα πράο πρόσωπό του αµέσως τρικυµιάζει
και τον ακούω να φωνάζει µέσ’ απ’ τα σφιγµένα χεΙλη του
«γιατί;» κι αδειάζει µονορούφι το ποτήρι του.
Αλλιώτικο «γιατί» και µε παράξενη χροιά
στον ήχο του
που στ’ άκουσµά του
προσέχω σύσπαση απορίας ηρωικές µορφές των κάδρων
που κοσµούν το σπίτι µου και µου θυµίζουν
όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής ...
Μένω κατάπληκτος μα δεν μιλώ,
μονάχα αναρωτιέμαι
ποιος τάχα να’ ναι
που κουβαλιέται απρόσκλητος στο σπίτι μου
στρογγυλοκάθεται σαν νοικοκύρης
και δίχως να μου δίνει εξήγηση γυρεύει να χαλάσει
με τα καμώματά του την ψυχική γαλήνη μου.
Προσέχω τη ματιά του, που την κρατούν
ακίνητη
βαριοί - ως φαίνεται - συλλογισμοί,
πως πλημμυρίζει δάκρυα και παίρνει τέτοια λάμψη
που αμέσως έρχεται στη σκέψη μου
αυτό που λεν για τους τρελούς, πως δηλαδή,
το μάτι τους γυαλίζει... Τον παίρνω για τρελό...
«Μεσάνυκτα µ’ έναν τρελό στο σπίτι µου ... »
Ανατριχιάζω!!!
Σκέφτοµαι τρόπους για να τον ξεφορτωθώ.
Περίτεχνα σκεπάζω τα µούτρα µου µε πέπλο κακοφανισµού
και τον ρωτώ για να µου πει ποιος είναι, µ’ αυτός
δεν δίνει σηµασία µονάχα αρπάζει την µπουκάλα
ξαναγιοµίζει κάργα τα ποτήρια και µε ρωτά να τ’ απαντήσω
αν συγχωρώ τον εαυτό µου που στη ζωή µου
- έστω και µια φορά - δεν αξιώθηκα να δω την Ακανθού.
Ως γεγονός παραξενεύοµαι για την ερώτησή του
µα πιο πολύ παραξενεύοµαι ποιος τάχα να ’ναι αυτός ο
ξένος, αυτός ο νεαρός, που γνωρίζει
- εκτός από τ' αγαπηµένο µου πιοτό -
πως στη ζωή µου µέχρι τώρα δεν αξιώθηκα ποτέ
να δω την Ακανθού κι οµολογώ πως το ’χω
αγκάθι στην καρδιά µου ...
Στη θάλασσα της Ακανθούς γεννήθηκα
καθώς µου λέν’ αυτοί που ξέρουν την καταγωγή µου,
αυτοί που καθηµερινά µιλούν για την καταραµένη δήθεν
µοίρα της γενιάς µου.
Μέσα από τον αφρό του κύµατος που λούζει το σκληρό
καύκαλο των Χελώνων
αναδύθηκα σαν τη Θεά Λφροδίτη, µα πριν προλάβω να
πατήσω πόδι στην ξηρά,
µε ρούφηξε κήτος µέγα
και µετά τρεις ηµέρας και τρεις νύκτας
µε εξέµεσε πάνω σε τόπο ξένο κι αφιλόξενο
µακράν της Ακανθούς.
Αυτά λοιπόν µου διηγούνται εκείνοι που γνωρίζουν την
καταγωγή µου
κι εγώ τ' ακούω και προσεύχοµαι κάποτε ν’ αξιωθώ να δω
την Ακανθού ...
Αρχίζει ν' ανεβαίνει στην υπόληψή µου ο νεαρός
όµως δεν του µιλώ
µονάχα τον κοιτώ κουνώντας το κεφάλι
µε τρόπο που να φανερώνει
πως πράγµατι το γεγονός αυτό πολύ µε βασανίζει.
Μου κάνει «εβίβα» και σηκώνει το ποτήρι του ψηλά.
«Σταµάτα πια να πίνεις», τον µαλώνω
«σταµάτα πια και πες µου, σε παρακαλώ, ποιος είσαι;»
Ξεφεύγει στεναγµός από τα χείλη του και µουρµουρίζει:
«Καµιά δεν έχει σηµασία κι αν σου πω, καµιά... »
Αφήνει το ποτήρι στο τραπέζι
Τα μάτια του μεμιάς γιομίζουν φως
τριγύρω μου όλα διαλύονται στο φως
δεν βλέπω τίποτα μονάχα φως
ακούω τη φωνή του μέσ' από το φως:
«Γιατί να μην μπορείς να δεις την Ακανθού;
Την Ακανθού ποιος πρόδωσε, αυτό ψάξε να βρεις
κι όχι ποιος είμαι εγώ ... »
Σηκώνομαι έντρομος, στρέφω το βλέμμα προς το μέρος της
φωνής
και την ακούω να με κράζει: «Ποιητή,
ποιητή,
αφού ρωτάς, μάθε λοιπόν, πως είμαι ο πρώτος εκ των
Μυκηναίων
που κατοικήσανε την Κύπρο τη Β' χιλιετηρίδα π.Χ.
ο πρόγονος του Ευαγόρα, του Ρε Αλέξη, του μοναχού
Ιωαννίκιου
και του Κυριάκου Μάτση,
ο πρόγονός σου, Ποιητή ...
Με σπαραγμό
ψυχής βλέπω τους εν δουλεία απογόνους μου
κι επιθυμώ να τους ελευθερώσω και να
τους ανεβάσω πάλιν
στην Αχαιών Ακτή.
Εσύ, σαν ποιητής, γνωρίζεις
πολύ καλά τον δρόμο για την Αχαιών Ακτή
μα προπαντός γνωρίζεις, καλύτερα απ' όλους, τη σημασία
της επαναγκατάστασης των απογόνων μου
εκεί˙
γι' αυτό σ' επέλεξα - και μη μου τ’ αρνηθείς -
για την εκπλήρωση αυτής μου της επιθυμίας ...
Εσένα θέλω αποστείλει, Ποιητή, στους εν δουλεία απογόνους
μου
για να τους απαλλάξεις απ’ αυτή
και να τους οδηγήσεις πάλιν πίσω
στην Αχαιών Ακτή... »
Απ' το πολύ το
φως θαµπώνοµαι
κρύβω τα µάτια στις παλάµες µου και µε φωνή
που τρέµει από συγκίνηση, φόβο και
δισταγµό
τον ερωτώ: «Ποιος είµ’ εγώ για να µε στείλεις, Πρόγονε,
σε τούτη την αποστολή; Ποιος θα µ' ακούσει;
Ποιος θα πιστέψει έναν ποιητή;» Και
συνεχίζω:
«Δεν το γνωρίζεις, Πρόγονε, πως σήµερα τους ποιητές
δεν τους κρατάνε σε ψηλή περιωπή;
Για τούτο, σε παρακαλώ, απάλλαξέ µε ... »
«Αν θέλεις πράγµατι και συ να δεις την Ακανθού
υπάκουσε στα λόγια µου», φωνάζει µ’ αυστηρότητα
κι εξαφανίζεται.
Αποµακρύνω από τα
µάτια τις παλάµες µου,
σκοτάδι γύρω μου κι απέναντί µου το ποτήρι να µου
θυµίζει
ετούτο τ’ αναπάντεχο
κι απέναντί µου το ποτήρι του να µου φωνάζει
πως ό, τι έγινε δεν ήταν οπτασία
αλλά πραγµατικότητα
αν είναι δυνατό ... πραγµατικότητα!!!
II
Μα τώρα που το
σκέφτοµαι καλύτερα
τώρα που το µυαλό µου ξεκαθάρισε
και πλάθει κι αναπλάθει τη µορφή του
όλο µου φαίνεται και πιο γνωστή, γι’ αυτό σηκώνοµαι
παίρνω τη φωτογραφοθήκη µου και ψάχνω
κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες µία - µία
µ’ αδυνατώ µ’ακρίβεια να καθορίσω
αν είναι του παππού ή του προπάππου µου που µοιάζει
ο πρώτος εκ των Μυκηναίων
αν είναι του πατέρα ή του αδελφού µου
ή πάλιν - γιατί όχι -
αν µοιάζει ακόµα και σε µένα ...
Αδυνατώ να καθορίσω και ψάχνω µε τις ώρες
µα δεν τα καταφέρνω γιατί βρίσκω
πως µ’ όλους έχει κάποια φυσιογνωµία
και µένω έτσι µε την απορία
και µε τα λόγια του να βασανίζοµαι:
«Εσένα θέλω αποστείλει, Ποιητή, στους
εν δουλεία
απογόνους µου
για να τους απαλλάξεις απ’ αυτή και να
τους οδηγήσεις
πάλιν πίσω
στην Αχαιών Ακτή».
Αφήνω κατά µέρος τις φωτογραφίες και συλλογίζοµαι ...
Φέρνω στη σκέψη µου την Ακανθού
τα δάση των βουνοπλαγιών της
τις δαντέλες των ακρογιαλιών της
και τα τρεχούµενα νερά της.
Φέρνω στη σκέψη µου τους Αχαιούς
τ’ αγκυροβόληµα των καραβιών τους στ’ Αφροδίσιον
την πιο ψηλή βουνοκορφή της λατρείας
τους
και τα ερείπια του µεγαλείου τους.
Κατόπι σκέφτοµαι τους εν δουλεία
που θάψαν την οργή και την οδύνη τους στην έρηµο
που κρύψανε τον ήλιο µε ψηλά
οικοδοµήµατα
και ζουν υπό σκιάν
οργίζοµαι, µα πάλιν ηµερεύω, γιατί στο νου µου φέρνω
όλους τους άλλους εν δουλεία τους αγνούς κι αθώους.
«Στο κάτω - κάτω της γραφής αυτοί σε τίποτα δε
φταίξανε,
γιατί να µην µπορούν να δουν την
Ακανθού;
Γιατί να ζούνε στη δουλεία;»
Μονολογώ κι ορθώνω το κορµί µου
κτυπώ το πόδι µου στη γη κι αρχίζω να χορεύω την
πυρρίχη
µαζί µε τις ηρωικές µορφές των κάδρων
που κοσµούν το σπίτι µου και µου θυµίζουν
όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής.
Μετά το ρίχνω στους διθύραµβους
µέχρι που παίρνω τη µεγάλη απόφαση
να πειθαρχήσω δίχως καθυστέρηση
στα λόγια του προγόνου µου,
του πρώτου εκ των Μυκηναίων που κατοικήσανε την
Κύπρο
τη Β' χιλιετηρίδα π.Χ.
III
Απ' το σεντούκι τότε βγάζω τη σκουριασμένη πανοπλία
- κειμήλιο το παππού μου του ξακουστού, καθώς μου
λένε,
κι ατρόμητου πολεμιστή -
τη βάζω για να φαίνομαι επιβλητικός
και ξεκινώ μ’ όλες τις άγραφες και τις γραπτές
ιστορικές αλήθειες στο δισάκι μου.
Χαράματα φτάνω στους εν δουλεία
τους εξηγώ τα σχετικά με την αποστολή μου κι
ενθουσιάζονται.
Ποτάμι ορμητικό που παρασύρει φράγματα στο διάβα του
αυθόρμητα κινούν - όπως συνήθως - για την
επάνοδο στην Αχαιών Ακτή
μονάχα με ζητωκραυγές, συνθήματα
και με κλωνάρι ελιάς στο χέρι, χωρίς καμιά οργάνωση,
χωρίς κανένα σχέδιο αντιμετώπισης του
δολερού κατακτητή.
Μάταια τους καλώ να σταματήσουν για να τους εξηγήσω
πως με ζητωκραυγές, συνθήματα
και με κλωνάρια ελιάς μονάχα, δεν θα πετύχουμε ποτέ
το Γυρισμό στην Αχαιών Ακτή,
γιατί δεν είναι τούτα εφόδια κατάλληλα
για μια πορεία τέτοια, για μια πορεία σημασίας ζωτικής
- θέλω να πω -
όπως αυτή που πρόκειται να επιχειρήσουμε.
Τ’ αυτί τους όμως δεν ιδρώνει ...
Απεναντίας μάλιστα στο διάβα τους τ' ορμητικό με
παρασύρουν
με ρίχνουν καταγής και με ποδοπατούν ...
VI
Αιµόφυρτος τους παρακολουθώ µε σπαραγµό ψυχής
εκ του µακρόθεν βλέπω να πλησιάζουν την Αχαιών Ακτή.
Λευκού περιστεριού φτερούγα διπλωµένη απ' τα χαλάσµατα
και τα κατώφλια που χορτάριασαν
περίλυπη προβάλλει η Ειρήνη.
Αδίστακτος και µ' άγριες διαθέσεις ο κατακτητής
βάναυσα τα κλωνάρια της πανάρχαιας ειρηνικής
ελιάς
από τα χέρια τους µε βία τ' αποσπά
και στη φωτιά τα ρίχνει.
«Πρόγονέ µας, Μυκηναίε», µονολογούν οι εν δουλεία,
«πρόγονέ µας, Μυκηναίε,
δείξε και φανέρωσε
δείξε και φανέρωσε
αν ο κατακτητής µάς αγαπά
δείξε και φανέρωσε
αν ο κατακτητής µας
θέλει την απελευθέρωσή µας
κι επιθυµεί το γυρισµό µας
στην Αχαιών Ακτή»
µονολογούν µε χέρια σταυρωµένα και µ' αφέλεια
και παρακολουθούν τα φύλλα της ελιάς
γυρεύοντας να το µαντέψουν
από τη συµπεριφορά τους στη φωτιά
όπως παλιά, σε χρόνια ξέγνοιαστα,
που παίζαν την Πρωτοχρονιά το «Άη Βασίλη Βασιλιά»,
όµως τα φύλλα καίγονται
χωρίς αντίρρηση και διαµαρτυρία
χωρίς απόκριση να δώσουν...
«Απύθµενο το µέγεθος της πλάνης», µονολογώ µε θλίψη
και ξαφνικά την Αχαιών Ακτή κι όλα τα γύρω µέρη
τα συνταράζει έκρηξη εκκωφαντική:
γαλέρα που στη θάλασσα αρµενίζει τινάζεται σε
θρύψαλα.
Όλοι κοιτάζουν τροµαγµένοι χωρίς να ξέρουν τι να
υποθέσουν
µέχρι π’ αναγνωρίζουν ανάµεσα στα θρύψαλα
την άφοβη Κυπριοπούλα Μαρία τη Συγκλητική
µε το δαυλό στο χέρι να τους φωνάζει
«Ελευθερία ή θάνατος»
προτού να τη ρουφήξει η θάλασσα
µα πριν καλά - καλά συνέλθουν απ' το ξάφνιασµα
σαλεύουν τα χαλάσµατα, η γης ανοίγει
κι από µέσα ξεπροβάλλουν αποκεφαλισµένοι
οι τρεις Επίσκοποι της Κύπρου
Λαυρέντιος Κερύνειας, Μελέτιος Κιτίου
και Πάφου Χρύσανθος
κρατώντας σ' αρτοφόριο τις άγιες κεφαλές τους
και πίσω τους ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός
κρατώντας απ’ το χέρι
τον αρχιδιάκονο και γραµµατέα του Μελέτιο
δείχνοντας τα σηµάδια τ' απαγχονισµού τους.
Τους βλέπω να περνούν µ' ευλάβεια - όπως σε λιτανεία
-
εµπρός από τους εν δουλεία
κι εκείνοι τους κοιτούν αµίλητοι και δακρυσµένοι
µέχρι που χάνονται και πάλι στα χαλάσµατα
οπότε ψαλµωδίες αναστάσιµες δονούνε τον αγέρα
µέχρι το λιόγερµα, που εγκαταλείπουν την προσπάθεια
της επανόδου τους στην Αχαιών Ακτή
οι εν δουλεία και µένει πάλιν η ψυχή µου
περίλυπη µέχρι θανάτου,
γιατί ως ποιητής αδυνατώ να φέρω εις πέρας
την αποστολή µου - να οδηγήσω δηλαδή
τους εν δουλεία στην Αχαιών Ακτή -
κι έτσι θα περιµένω ακόµα
µέχρι ν' αξιωθώ να δω κι εγώ την Ακανθού.
Θα περιµένω!!!
V
Το βράδυ της αυτής ηµέρας παρουσιάζεται µπροστά µου
ποιος νοµίζεις;
ο µακαρίτητης ο πατέρας µου κρατώντας αµφορέα µυκηναϊκό
µε διακόσµηση χταπόδι. Τεράστια πλοκάµια
να σκεπάζουν
ολόκληρη την επιφάνεια τ’ αγγείου
και µάτια ολόιδια µ' εκείνα του προγόνου µου
να µε κοιτάζουν βλοσυρά.
«Δεύτε λάβετε φως, επίγονοι πεπλανηµένοι.
Δεύτε λάβετε φως ίσως τα καταφέρετε
να βρείτε την οδό
την άγουσαν προς την Αχαιών Ακτή.
Δεύτε πάντες οι πεπλανηµένοι επίγονοι
και πρώτος συ, υιέ µου, επίδοξε ποιητή,
που σ' ανατέθηκε, καθώς γνωρίζω, από τον πρώτο Μυκηναίο
να οδηγήσεις πάλιν - ως άλλος Μωυσής
- τον εκλεκτό λαό του πίσω
στην πατρικήτου Γη. Δεύτε ... »
µονολογεί ο πατέρας µου κι αδειάζει στο τραπέζι
το περιεχόµενο του µυκηναϊκου αµφορέα
που προς κατάπληξή µου αποτελείται από δεκάδες
αρχαία πήλινα ειδώλια, που µόλις
αντικρίζουνε το φως
παίρνουν πνοή ζωής, πηδούν απ’ το
τραπέζι
κι έρχονται προς τοµέρος µου σαν νέφος απ' ακρίδες.
Με δέος τα κοιτώ και προσπαθώ να τ’ αποφύγω µε κινήσεις
απεγνωσµένες του κορµιού και των χεριών, µ' αδυνατώ.
Αυτά σκεπάζουν το κορµί µου ολόκληρο
και νιώθω να τρυπούν - λες κι έχουνε κεντρί - τη σάρκα µου.
«Πατέρα, σε παρακαλώ, βοήθησε µε»
φωνάζω στον πατέρα µου µ' απόγνωση
που µε κοιτάζει ατάραχος και µε ψυχρότητα χειρούργου
την ώρα της εγχείρισης που προσπαθεί µε
το νυστέρι του,
παρά τους πόνους τ’ ασθενή,
απ' το κορμί του ν’ αφαιρέσειτην αρρωστημένη σάρκα
και να τον θεραπεύσει.
«Σου µεταγγίζουνε το φως τ’ αληθινό
που θα φωτίζει την καρδιά σου και τη σκέψη σου
για την επάνοδο στην Αχαιών Ακτή»
φωνάζει ο πατέρας µου κι εξαφανίζεται
αφήνοντάς µου τα ειδώλια, που παίρνουν στ' αναµεταξύ
τη θέση τους στον αµφορέα.
VI
Έχοντας για σώµα - αντί για σάρκα και οστά - το φως
τ’ αληθινό
που µου µετάγγισαν τα ειδώλια
παίρνω τον αµφορέα και ξεκινώ. πάω στους εν δουλεία
που καθώς µε βλέπουνε µε τέτοιο σώµα και µε τον
αµφορέα
έκπληκτοι µε ρωτάνε περί τίνος
πρόκειται.
Τους εξηγώ κι εκεί που φτάνω
σχεδόν στο τέλος της εξήγησής µου
και κάνω κίνηση ν’ αδειάσω το περιεχόµενο του
αµφορέα
κάποιος χιµάει κατά πάνω µου
τον παίρνει από τα χέρια µου µε βία
και µου τον φέρνει στο κεφάλι.
Άσαρκο καθώς είναι τίποτα δεν παθαίνει, ευτυχώς,
ο αµφορέας όµως, δυστυχώς, γίνεται
θρύψαλα
τα ειδώλια σκορπίζονται στο χώµα
το βάζουν έντροµα στα πόδια κι εξαφανίζονται.
(Εκδόσεις «Άστρον»,Λευκωσία 1992)